Skip to content
PROMO BANNER 1920x500pix-02
PROMO BANNER 1920x500pix-01b
BANNER 1920x500pix-07
previous arrowprevious arrow
next arrownext arrow

Ρευματοειδής Αρθρίτιδα

 

Αμαλία Ραπτοπούλου

Τι είναι η ρευματοειδής αρθρίτιδα;

Η ρευματοειδής αρθρίτιδα (ΡΑ) είναι ένα είδος χρόνιας αρθρίτιδας με αυτοάνοση αιτιολογία που μπορεί να προσβάλλει ανθρώπους οποιασδήποτε ηλικίας, φυλής και φύλλου. Δεν οφείλεται σε τραυματισμό ή καταστροφή της άρθρωσης, όπως συμβαίνει πχ στην οστεοαρθρίτιδα, που είναι συνήθως η κλασσική αρθρίτιδα των ανθρώπων μεγαλύτερης ηλικίας.

Η παρουσία αυτοαντισωμάτων, οδηγεί σε φλεγμονή των αρθρώσεων, των τενόντων, των ορογόνων θυλάκων που περιβάλλουν τις αρθρώσεις, ενώ ορισμένες φορές μπορεί να προσβληθούν και διάφορα άλλα όργανα όπως π.χ. οι πνεύμονες, τα μάτια, κ.λπ.

Πώς εμφανίζεται;

Τα πιο συνηθισμένα συμπτώματα περιλαμβάνουν πόνο, πρήξιμο και δυσκαμψία, δυσκολία δηλαδή στο να κάνουμε ελεύθερα τις κινήσεις της άρθρωσης, πχ να ανοίξουμε και να κλείσουμε εύκολα τα δάχτυλά μας, ειδικά το πρωί ή μετά από παρατεταμένη ακινησία. Οι αρθρώσεις μπορεί επίσης να είναι ζεστές, ή ακόμα και να κοκκινίζουν ελαφρά πάνω από τις αρθρώσεις, ενώ μερικές φορές οι ασθενείς αναφέρουν και δεκατική πυρετική κίνηση ή έντονη καταβολή και αδυναμία.

Τα συμπτώματα συνήθως δεν είναι παροδικά, αλλά επιμένουν και μπορεί να έχουν μεταναστευτικό (από τη μία άρθρωση στην άλλη) ή αθροιστικό χαρακτήρα (ξεκινά από μία άρθρωση και με το πέρασμα του χρόνου προστίθενται κι άλλες που πονούν και φλεγμαίνουν). Μπορεί να προσβληθούν όλες οι μικρές και οι μεγάλες αρθρώσεις των άνω και των κάτω άκρων, εκτός από την σπονδυλική στήλη. Σε κάποιες μεγάλες αρθρώσεις, όπως πχ το γόνατο, μπορεί να έχουμε μεγάλες συλλογές υγρού, και τότε η άρθρωση πονάει πολύ, είναι ζεστή και πολύ πρησμένη.

Αν περάσει μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς θεραπεία, σιγά σιγά η άρθρωση αρχίζει να καταστρέφεται, πράγμα είναι συνήθως μη αντιστρεπτό και οδηγεί σε μόνιμες παραμορφώσεις. Γι’ αυτό και φυσικά για την διατήρηση της ποιότητας ζωής των ασθενών, είναι ζωτικής σημασίας η έγκαιρη διάγνωση και έναρξη της θεραπείας και η τακτική παρακολούθηση για τον έλεγχο της ενεργότητας της νόσου.

Πώς γίνεται η διάγνωση;

Η διάγνωση γίνεται από τον ειδικό ρευματολόγο, ο οποίος θα συνδυάσει την κλινική εικόνα, τα συμπτώματα δηλαδή και τα ευρήματα από την κλινική εξέταση, και κάποια εργαστηριακά και απεικονιστικά ευρήματα.  Σημειώνεται ότι από μόνες τους οι εξετάσεις αίματος με τον “ρευματοειδή παράγοντα (RF)”, ή άλλα αυτοαντισώματα (όπως π.χ. τα Anti-CCP), δεν είναι αρκετά από μόνα τους για να βάλουν την διάγνωση, καθώς κάποιοι άνθρωποι μπορεί να τα έχουν θετικά σε τυχαίο συνήθως έλεγχο, αλλά να μην έχουν ρευματοειδή αρθρίτιδα, ενώ κάποιο άλλοι με έκδηλη νόσο να τα έχουν αρνητικά (οροαρνητική ΡΑ).

Οι αυξημένοι δείκτες φλεγμονής (ΤΚΕ, CRP) που μερικές φορές μπορεί να συνοδεύονται από αναιμία χρονίας νόσου, είναι επίσης βοηθητικοί δείκτες για τη διάγνωση. Τα παραπάνω μαζί με το λεπτομερές ιστορικό και την ολοκληρωμένη κλινική εξέταση με έλεγχο όλων των αρθρώσεων, είναι το «κλειδί» για την έγκαιρη και σωστή διάγνωση της νόσου, καθώς και για την διαφοροδιάγνωσή της από άλλες φλεγμονώδεις ή μη αρθρίτιδες, όπως οι κρυσταλλογενείς (πχ ουρική ή ψευδοουρική αρθρίτιδα), νόσους του κολλαγόνου (όπως πχ ο Συστηματικός ερυθηματώδης λύκος), σπονδυλοαρθρίτιδες, ψωριασική αρθρίτιδα, οστεοαρθρίτιδα, κλπ.

Ποιος είναι ο ρόλος της υπερηχοτομογραφίας του μυοσκελετικού στη διάγνωση και την παρακολούθηση της ΡΑ;

Σε όλα τα παραπάνω, ένα εξαιρετικά χρήσιμο εργαλείο τα τελευταία χρόνια είναι η χρήση των υπερήχων για την απεικόνιση του μυοσκελετικού. Η υπερηχοτομογραφία του μυοσκελετικού έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια την καθημερινή κλινική πρακτική στη ρευματολογία, με πολλαπλές και χρήσιμες εφαρμογές. Μελέτες επί σειρά ετών έχουν δείξει ότι εμφανίζει μεγαλύτερη ευαισθησία από ότι η κλινική εξέταση για την ανεύρεση αρθρίτιδας, τενοντοελυτρίτιδας, ενθεσοπάθειας κλπ, και πολύ μεγαλύτερη αξιοπιστία από την απλή ακτινογραφία για την απεικόνιση οστικών διαβρώσεων στα φλεγμονώδη νοσήματα.

Επιπρόσθετα, οι εγχύσεις φαρμάκων που γίνονται υπό υπερηχογραφική καθοδήγηση φαίνεται να έχουν καλύτερα αποτελέσματα από ότι οι κλασσικές «τυφλές» παρακεντήσεις. Ιδιαίτερα σημαντικά πλεονεκτήματα, σε σχέση με τις άλλες απεικονιστικές τεχνικές, είναι το χαμηλό κόστος, η δυνατότητα για άμεση εφαρμογή κατά τη διάρκεια της κλινικής εξέτασης και η κλινική συσχέτιση των απεικονιστικών ευρημάτων, όταν ο εξεταστής είναι ο θεράπων ιατρός.

Η ανάγκη για έγκαιρη διάγνωση της ρευματοειδούς αρθρίτιδας, όταν ακόμα βρίσκεται σε πρώιμο στάδιο, για καθορισμό της βαρύτητας της νόσου, και για στενή παρακολούθηση της ανταπόκρισης στη θεραπεία, έχουν καταστήσει τον υπέρηχο τα τελευταία χρόνια μια ιδιαίτερα χρήσιμη εφαρμογή στις φλεγμονώδεις αρθρίτιδες.

Η απεικόνιση α) συλλογής υγρού στις αρθρώσεις, β) υμενίτιδας, φλεγμονής δηλαδή του αρθρικού υμένα που περιβάλλει την άρθρωση, γ) διαβρώσεων και δ) συνοδών της αρθρίτιδας ευρημάτων (τενοντοελυτρίτιδα, θυλακίτιδα κλπ) επιτυγχάνονται με τον υπέρηχο με μεγάλη ακρίβεια και ευαισθησία. Ειδικά απεικονιστικά ευρήματα στους υπερήχους μπορούν επίσης να ξεχωρίσουν την ρευματοειδή από άλλα είδη φλεγμονώδους αρθρίτιδας. Το power Doppler σήμα (απεικόνιση αυξημένης αιματικής ροής) εξάλλου  μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για την παρακολούθηση της ανταπόκρισης στην θεραπεία.

Υπάρχει θεραπεία για την ρευματοειδή αρθρίτιδα;

Ναι, σήμερα χάρη στις προόδους της Ρευματολογίας υπάρχουν μεγάλες θεραπευτικές δυνατότητες για την αντιμετώπιση των ρευματικών παθήσεων. Ο κύριος στόχος της θεραπευτικής αντιμετώπισης περιλαμβάνει την ύφεση της νόσου, που επιτυγχάνεται με χορήγηση αντιρευματικών φαρμάκων, που ονομάζονται με το γενικό τίτλο «ανοσοτροποποιητικά φάρμακα» και μπορεί να είναι είτε πρώτης γραμμής «συνθετικά» όπως πχ η Methotrexate ή η Leflunomide, ή δεύτερης γραμμής «βιολογικά», προϊόντα δηλαδή βιοτεχνολογίας, που συνήθως χρησιμοποιούνται σε αποτυχία των συμβατικών φαρμάκων, ενώ η κορτιζόνη χρησιμοποιείται είτε στο αρχικό στάδιο είτε παροδικά στις εξάρσεις της νόσου.

Ποια είναι η πρόγνωση της νόσου;

Με την έγκαιρη διάγνωση και τη χορήγηση της κατάλληλης αγωγής για την επαγωγή της ύφεσης, με την στενή και αποτελεσματική παρακολούθηση κλινικά και υπερηχογραφικά από τον θεράποντα ρευματολόγο, η νόσος μπορεί να «κοιμάται» και ο ασθενής να συνεχίζει κανονικά τη ζωή του. Ο θεραπευτικός στόχος περιλαμβάνει την ανακούφιση από τον πόνο και τα άλλα συμπτώματα, την αποτροπή της προσβολής ζωτικών οργάνων, την βελτίωση της λειτουργικότητας των αρθρώσεων, την πρόληψη ή αναστολή της καταστροφής των αρθρώσεων και εν γένει την βελτίωση της ποιότητας ζωής των ασθενών.